τενεκεδένιος

τενεκεδένιος
και ντενεκεδένιος, -α, -ο, Ν
κατασκευασμένος από τενεκέ, από λευκοσίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τενεκεδ- τού πληθ. τενεκέδες + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μολυβ-ένιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τενεκεδένιος, -ια, -ιο — και ντενεκεδένιος, ια, ιο αυτός που είναι κατασκευασμένος από τενεκέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λευκοσιδηρούς — ά, ούν ο κατασκευασμένος από λευκοσίδηρο, τενεκεδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσίδηρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”